ριπή

ριπή
η / ῥιπή, ΝΜΑ
φρ. «ἐν ῥιπῇ ὀφθαλμοῡ» — ακαριαία, σε μια στιγμή
νεοελλ.
1. ταχεία βολή πολλών βλημάτων η οποία πραγματοποιείται με μία, αλλά συνεχή, πίεση τής σκανδάλης αυτόματου όπλου και που διαρκεί όσο και η πίεση τής σκανδάλης («βολή κατά ριπάς»)
2. ομαδική βολή πυροβόλων όπλων («ριπή πυροβολαρχίας»)
3. πνοή ανέμου («ριπές θαλάσσιας αύρας»)
4. (μετεωρ.) φρ. «ριπή ανέμου» — αιφνίδιος, σφοδρός, μικρής διάρκειας άνεμος, που δείχνει απότομη, σχεδόν στιγμιαία, αύξηση της βαρομετρικής πίεσης
αρχ.
1. ορμή, φορά, δύναμη με την οποία φέρεται ένα πράγμα που πέφτει ή εξακοντίζεται (α. «ῥιπὴ Διόθεν τεύχουσα φόβον», Αισχύλ.
β. «βελέων ῥιπή», Πίνδ.
γ. «ὅσση δ' αἰγανέης ῥιπὴ τέτυκται», Ομ. Ιλ.)
2. γρήγορη κίνηση και ο ήχος που παράγεται από αυτήν (α. «πτερύγων ῥιπαῑς ὑποσυρίζει», Αισχύλ.
β. «ποδῶν ῥιπᾷ», Ευρ.)
3. ισχυρή, έντονη οσμή («ῥιπή οἴνου», Πίνδ.)
4. φρ. «ῥιπὴ Ἀφροδίτης» — η ορμή τού έρωτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥιπ- τού ῥίπτω + κατάλ. -ή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ριπή — η ρίξιμο, βολή: Ακούστηκαν ριπές αυτομάτων· φρ., «εν ριπή οφθαλμού», στη στιγμή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ῥιπῇ — ῥῑπῇ , ῥίπτω throw aor subj pass 3rd sg ῥῑπῇ , ῥιπή swing fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥιπή — ῥῑπή , ῥιπή swing fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥίπη — ῥί̱πη , ῥίπτω throw aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) ῥί̱πη , ῥῖπος mat neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ῥί̱πη , ῥῖπος mat neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ripe (Grecia) — Ρίπη Ripe Ciudad de la Antigua Grecia Datos generales Habitantes griegos Idioma griego …   Wikipedia Español

  • мьгновениѥ — МЬГНОВЕНИ|Ѥ (14), ˫А с. Мгновение: [дьявол] ˫ави(т) ти въ едино(м) мьгновеньи всѧ цр(с)тва. и въспроси(т) поклонень˫а. (ἐν μιᾶς καιροῦ) ГБ XIV, 29б; скорость же молни˫а то˫а изрѧдъна ѥсть. ˫ако во омъгновениi [в др. сп. въ мегновении] нѣкую часть …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ρίπημα — ήματος, τὸ, Α η ριπή, η ορμητική κίνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < Άλλος τ. τού ῥιπή, κατά τα ουδ. σε ημα από συνηρημένα ρ. σε ῶ / άω] …   Dictionary of Greek

  • ριπίζω — (I) ῥιπίζω, ΝΜΑ [ῥιπή] 1. προκαλώ ριπή, προξενώ πνοή ανέμου, φυσώ 2. ανεμίζω τη φλόγα, ξανάβω, αναρριπίζω νεοελλ. εξάπτω, εξερεθίζω αρχ. 1. εξακοντίζω, εκτινάσσω κάποιον («ἐρρίπισέ τε τὸν ἀντίπαλον», Ηλιόδ.) 2. (το παθ.) ῥιπίζομαι α) τρέμω β) μέ… …   Dictionary of Greek

  • Ρίπαι — αἱ, Α μυθική οροσειρά στον Βορρά, τα Ριπαία Όρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥιπή «ορμή, δύναμη» (< ῥίπτω) με την έννοια ότι από το μέρος αυτό ξεκινά ο Βορράς, που είναι ο πιο ισχυρός άνεμος …   Dictionary of Greek

  • ανάρπαστος — η, ο (Α ἀνάρπαστος, όν και ός, ή, όν, Μ ἀνάρπαστος, η, ον) [αναρπάζω] αυτός που τον αρπάζουν ή τον άρπαξαν βίαια νεοελλ. (για εμπορεύματα) αυτός που πουλιέται ή πουλήθηκε πολύ γρήγορα, που εξαφανίστηκε εν ριπή οφθαλμού αρχ. 1. αυτός που σύρθηκε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”